- εξυψωτικός
- η , ό[ν]1) возвышающий, поднимающий; повышающий; 2) превозносящий, восхваляющий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξυψωτικός — ή, ό αυτός που γίνεται για έπαινο, ο εγκωμιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
εξυψωτικός — ή, ό επίρρ. ά που γίνεται για εξύψωση, που συντελεί στην εξύψωση, που εξυψώνει, που εγκωμιάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται για εκδήλωση ή απονομή τιμής: Τιμητικός τίτλος. 2. αυτός που δίνει τιμή, ο εξυψωτικός: Είναι τιμητικό για μένα. 3. αυτός που αναφέρεται στους Ρωμαίους τιμητές ή το έργο τους: Τιμητικός κατάλογος πολιτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)